- εὐρυπρωκτία
- εὐρῠ-πρωκτία, ἡ,A the character of a εὐρύπρωκτος, Ar.Ach. 843, V.1070 (both lyr.), al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐρυπρωκτία — εὐρυπρωκτίᾱ , εὐρυπρωκτία the character of a fem nom/voc/acc dual εὐρυπρωκτίᾱ , εὐρυπρωκτία the character of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυπρωκτία — εὐρυπρωκτία, ἡ (Α) [ευρύπρωκτος] η ιδιότητα τού ευρύπρωκτου … Dictionary of Greek
εὐρυπρωκτίαν — εὐρυπρωκτίᾱν , εὐρυπρωκτία the character of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεὐρυπρωκτίαν — εὐρυπρωκτίᾱν , εὐρυπρωκτία the character of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσοχήνη — κυσοχήνη, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) κυσοδόχη* 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ευρυπρωκτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + χήνη (< θ. χην τού χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ χην α), πρβλ. κατα χήνη] … Dictionary of Greek